Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σκάβω το

См. также в других словарях:

  • σκάβω — και σκάφτω έσκαψα, σκάφτηκα, σκαμμένος 1. διανοίγω τη γη με τη σκαπάνη: Έσκαψε τον κήπο του για να φυτέψει λαχανικά. 2. φρ., «Σκάβω το λάκκο μου», καταστρέφομαι μόνος μου. 3. σκαλίζω λίθο ή μάρμαρο: Έσκαψε το μάρμαρο με τη σμίλη για να του δώσει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάβω — σκάβω, έσκαψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • ανασγαρλίζω — σκάβω με το λισγάρι, σκάβω ή ανακατώνω με τα δάχτυλα, μετατοπίζω το χώμα με τα νύχια των ποδιών, σγαρλίζω 2. μτφ. ανασκαλεύω …   Dictionary of Greek

  • διβολίζω — σκάβω αγρό για δεύτερη φορά για να καταστραφούν τα ζιζάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) διβολώ* < δίβολος*] …   Dictionary of Greek

  • δισκαφίζω — σκάβω για δεύτερη φορά, διβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκάφω, διαλεκτ. τ. τού σκάπτω + ίζω] …   Dictionary of Greek

  • οργώνω — σκάβω τη γη με το αλέτρι, αροτριώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. ώνω. Το ρ. έχει τη σημ. τών αρχ. ὀργῶ* «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και ὀργάς* «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός». Κατ άλλη άποψη, το ρ. οργώνω έχει… …   Dictionary of Greek

  • βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… …   Dictionary of Greek

  • ανασκάπτω — (AM ἀνασκάπτω) 1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος 2. ξεριζώνω, ξεχώνω 3. (στη γλώσσα τής Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα 4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά …   Dictionary of Greek

  • κατορύσσω — (ΑΜ κατορύσσω, Α αττ. τ. κατορύττω) σκάβω τη γη και θάβω κάτι μέσα σ αυτήν, σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα σ αυτόν («τοὺς δὲ ἀνοσίους... εἰς πηλόν τινα κατορύττουσιν ἐν Ἅιδου», Πλάτ.) μσν. αρχ. αποσιωπώ, αποκρύπτω («κατορύττειν καὶ ἀνορύττειν τῷ… …   Dictionary of Greek

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»